-
1 γεφυρόω
A dam up (cf.γέφυρα 1
), γεφύρωσεν δέ μιν (sc. τὸν ποταμὸν ἡ πτελέη) Il.21.245; but in Prose, γ. τὸν ποταμόν throw a bridge over it, Hdt.4.118; Βόσπορον ib.88;τοὺς τῆς θαλάττης τροχούς Pl.Criti. 115c
;ἐγεφυρώθη ὁ πόρος Hdt.7.36
;πλοίοις τὴν διάβασιν γ. Plb.3.66.6
; also, dam,ποταμοὺς νεκροῖς Luc.DMort.12.2
;τὰ δύσπορα Id.Demon.1
, cf. Nonn. D.27.185.3 metaph,νόστον Ἀτρείδαις γ. Pi.I. 8(7)
51.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεφυρόω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий